- φωτομέτρηση
- η, Νφυσ. η φωτομετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + μέτρηση (πρβλ. φωτομετρία). Η λ., στον λόγιο τ. φωτομέτρησις, μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Αθήναιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτομέτρηση — η (φυσ.), η μέτρηση της έντασης ή της ποσότητας του φωτός, η φωτομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — η (φυσ.) 1. φωτομέτρηση (βλ. λ.). 2. κεφάλαιο της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση της έντασης του φωτός ή της ισχύος φωτεινής πηγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτόμετρο — το (φυσ.), ειδικό όργανο για φωτομέτρηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)